μαψιδιος

μαψιδιος
    μαψίδιος
    3 и 2
    (ῐδ)
    1) пустой, бессмысленный, ложный
    

(φάτις Hom.)

    2) ничтожный, жалкий
    

(χθονὸς κόνις Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μαψιδιος" в других словарях:

  • μαψίδιος — μαψίδιος, ον και μαψίδιος, η, ον (Α) 1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.) 2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος. επίρρ... μαψιδίως ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. λαθρ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μαψίδιος — vain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψιδίως — μαψίδιος vain adverbial μαψίδιος vain masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψίδιον — μαψίδιος vain masc/fem acc sg μαψίδιος vain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψιδίοιο — μαψίδιος vain masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψιδίοις — μαψίδιος vain masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψιδίων — μαψίδιος vain masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψιδίῳ — μαψίδιος vain masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψίδιοι — μαψίδιος vain masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»